Χάροπος (ᾰ) ὁ Хароп (царь острова Σύμη, отец Нирея) Hom.
χᾰρ-οπός 3
1) со сверкающими глазами (λέοντες Hom., HH, Hes.; κύνες HH; θῆρες Soph.; πίθηκοι Arph.; ὄφιες Anth.);
2) светло-голубой (ὄμματα Ἀθάνας Theocr.; χρόα Plut.; πέλαγος Anth.).