Библейское слово "συγκαμψον" в греческих словарях

συγκαμψον [sygkampson]
Лексема: συγκάμπτω
Кол-во: 2
Дворецкий И.Х. [e]

συγκάμπτω — сгибать

сгибать

°συγ-κάμπτω сгибать (τὸ σκέλος Plat.; πόδας ὥσπερ χεῖρας Arst.; τὸν νῶτόν τινος NT): συγκαμφθείς Plat. согнувшись; συγκεκαμμένος τοῖς δακτύλοις Diog._L. сжимая пальцы (в кулак).