°συγ-κάμπτω сгибать (τὸ σκέλος Plat.; πόδας ὥσπερ χεῖρας Arst.; τὸν νῶτόν τινος NT): συγκαμφθείς Plat. согнувшись; συγκεκαμμένος τοῖς δακτύλοις Diog._L. сжимая пальцы (в кулак).