στίβος (ῐ) ὁ
1) утоптанная дорога, тропа HH, Eur.: ἔρημος βροτῶν ~ Soph. безлюдное место;
2) след (ἕπεσθαι κατὰ στίβον Her.; ὁ ~ ἵππων Xen.; ἰχνοσκοπεῖν ἐν στίβοισί τινος Aesch.): στίβου κτύπος Soph. звук шагов.