Библейское слово "στηριγματος" в греческих словарях

στηριγματος [stirigmatos]
Лексема: στήριγμα
Кол-во: 1
Дворецкий И.Х. [e]

στήριγμα — подпора

подпора

στήριγμα, ατος τό

1) подпора, поддержка (ὁ κιττὸς δεῖται στηρίγματος Plut.): χερὸς στηρίγματα ἐνδοῦναί τινι Eur. дать кому-л. опереться на свою руку;

2) Plut. v._l. = στῆριγξ 2.