στενότης, ион. στεινότης, ητος ἡ
1) узость, теснота (τοῦ λιμένος Thuc.; τοῦ οἰσοφάγου Arst.);
2) pl. теснины (ῥεῖ ἡ θάλαττα κατὰ τὰς στενότητας Arst.).