Библейское слово "στενοτητα" в греческих словарях

στενοτητα [stenotita]
Лексема: στενότης
Кол-во: 1
Дворецкий И.Х. [e]

στενότης — узость

узость

στενότης, ион. στεινότης, ητος ἡ

1) узость, теснота (τοῦ λιμένος Thuc.; τοῦ οἰσοφάγου Arst.);

2) pl. теснины (ῥεῖ ἡ θάλαττα κατὰ τὰς στενότητας Arst.).