σκιρτάω
1) скакать, прыгать (ἐπὶ ἄρουραν Hom.; ἅλλεσθαι καὶ ~ Plat.; σκιρτῶσι — sc. αἱ Βάκχαι — Βρόμιον ἀνακαλούμεναι θεόν Eur.; ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ, sc. τῆς μητρός NT);
2) взвиваться вверх, становиться на дыбы (πῶλοι ἐσκίρτων φόβῳ Eur.);
3) бушевать (σκιρτᾷ ἀνέμων πνεύματα Aesch.).