σωρεύω
1) нагромождать, наваливать (τι πρός τι Arst., τι περί τι Plut., τι ἐπί τινι Anth. и ἐπί τι NT);
2) накапливать (πλοῦτον Polyb.);
3) заваливать (αἰγιαλὸν νεκρῶν Polyb.): σεσωρευμένος ἁμαρτίαις NT отягощённый грехами;
4) густо увешивать (αὐχένας στέμμασι Anth.).