σάλπιγξ, ιγγος ἡ
1) труба, рожок Hom., Aesch.: ὑπὸ (τῆς) σάλπιγγος Arph., Soph., ἀπὸ σάλπιγγος и παρὰ σάλπιγγα Xen. по звуку трубы; Πιερικὰ ~ Anth. = Πίνδαρος;
2) трубный звук Arst.;
3) Arst. = σάλπη.