ῥῆγμα, ατος τό
1) перелом (ῥήγματα καὶ σπάσματα Dem.);
2) разрыв Arst.;
3) трещина, расселина (τῆς γῆς Arst.; ἐν τοῖς τοίχοις Polyb.; τῆς οἰκίας NT).