I πύρῐνος 3 (ῠ) [πῦρ]
1) огненный (ἄστρα Arst.; σῶμα Plut.; θώρακες NT);
2) горячий: πύριναι νύμφαι Anth. горячие источники.
II πύρῐνος 3 (ῡ) [πυρός II] пшеничный (στάχυς Eur.; ἄρτοι Xen.; πτισάνη Arst.).