πτωχεία, ион. πτωχηΐη ἡ нищета Arph., NT: ἐς πτωχηΐην ἀπῖχθαι Her., εἰς πτωχείαν ἐλθεῖν Plat. или καταστῆναι Lys. впасть в нищету.