πρόσ-φᾰτος 2
1) свежий (νεκρός Her.; ζῷα Diod.; καρποί Arst.; χιών Polyb.; ὕδωρ Plut.): τῆς ὀργῆς οὔσης προσφάτου Lys. когда гнев ещё не остыл;
2) недавний, новый (δίκαι Aesch.; ἐπιστολαί Soph.; μάρτυρες Arst.; ὁδός NT);
3) молодой, неопытный (~ καὶ καινός τινι Plut.).