προσ-ανάβᾰσις, Trag. προσάμβασις, εως ἡ
1) восхождение, подъём, т._е. штурм (τειχέων Eur.);
2) ступень(ка) (κλιμάκων προσαμβάσεις Eur.): δωμάτων προσαμβάσεις Eur. лестница здания.