πρεσβεία ἡ
1) старшинство: κατὰ πρεσβείαν Aesch., Arst. по старшинству;
2) достоинство, значительность (πρεσβείᾳ καὶ δυνάμει ὑπερέχειν Plat.);
3) посольство (πρεσβείαν πέμπειν Plat. и ἀποστέλλειν NT).