ποτίζω, дор. ποτίσδω
1) давать пить, поить (τοὺς ἵππους ~ τι Plat.; ταύρως καὶ πόρτιας Theocr.): ~ τὸ φάρμακον Arst. дать выпить лекарства; γάλα τινὰ ~ NT поить кого-л. молоком;
2) орошать, поливать (τὰ φυόμενα Xen.; χθόνα Anth.; φυτεύειν καὶ ~ NT; αἱ ῥοιαὶ δι᾽ ὕδατος ποτιζόμεναι Arst.).