ποιμήν, ένος, дор. ποιμάν ὁ (voc. ποιμήν)
1) пастух Hom. etc.;
2) овчар (βουκόλοι καὶ ποιμένες Eur.);
3) перен. пастырь, предводитель, вождь (λαῶν Hom.; ναῶν ποιμένες Aesch.);
4) руководитель, наставник (ποιμένες πόλεως Plat.).