πλεῖστα adv.
1) больше (превыше) всего (εὐλογούμενος Soph.);
2) чаще всего (εἰς τὴν Λακεδαίμονα πρεσβεύειν Plat.);
3) больше (~ θαυμάσια ἔχει — sc. ἡ Αἴγυπτος — ἢ ἄλλη πᾶσα χώρη Her.).