I πλάστιγξ, ион. πλήστιγξ, ιγγος ἡ [πλάζω]
1) чашка весов (τιθέναι εἰς πλάστιγγας Plat.);
2) весы (~ δικαία Anth.);
3) ярмо Eur.
II πλάστιγξ, ιγγος ἡ [πλήσσω] бич (χαλκήλατος ~ Aesch.).