Περσική ἡ (sc. γῆ) Персия Her., Arst.
I Περσικός 3 [Πέρσης II] персидский: ~ κόλπος Arst. Персидский залив; Περσικὴ ὄρνις Arph. петух.
II Περσικός 3 [Περσεύς 3] персеев Polyb.