περίστῡλον τό Diod., Plut. = περίστυλος II.
I περί-στῡλος 2 окружённый колоннами (αὐλή Her.; δόμοι Eur.).
II περίστῡλος ὁ и ἡ перистиль, круговая колоннада Diod., Polyb.