περι-λάμπω
1) ярко сиять, сверкать (τὰ ὅπλα περιλάμποντα Plut.);
2) ярко освещать, озарять (τὴν ἀγοράν Plut.; τινά NT): ὑπὸ τῶν ἀστέρων περιλαμπόμενος Luc. озарённый звёздами.