Библейское слово "περικεκαρμενον" в греческих словарях

περικεκαρμενον [perikekarmenon]
Лексема: περικείρω
Кол-во: 1
Дворецкий И.Х. [e]

περικείρω — обстригать

обстригать

περι-κείρω обстригать (τὴν κόμην Her.; τὴν κεφαλήν Plut.; τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος Luc.).