περι-δέω
1) подвязывать, привязывать (τὸν καρπόν τινι Her.; πώγωνά τινι, med. τὸ κράνος Arph.);
2) завязывать, затыкать (τὸ στόμα τινί Arst.);
3) обвязывать (ἡ ὄψις σουδαρίω περιεδέδετο NT).