I πένης, ητος adj. (compar. πενέστερος, superl. πενέστατος) бедный, неимущий (ἄνθρωποι Her.; ἀνήρ Soph.; δόμος, σῶμα Eur.): ~ χρημάτων Eur. не имеющий состояния, неимущий.
II πένης, ητος ὁ бедняк Her., Arph. etc.