πειθ-αρχέω тж. med. слушаться, повиноваться, подчиняться (πατρί Soph.; τοῖς νόμοις Arph.; ἀρχαῖς καὶ ἐξουσίαις NT; ἀσθενὴς καὶ πειθαρχέεσθαι ἑτοῖμος Her.).