πάχνη ἡ [πήγνυμι] тж. pl.
1) иней (~ ἑῴα Aesch.; πάχναι καὶ χάλαζαι Plat.; ~ δρόσος πεπηγυῖα, sc. ἐστίν Arst.);
2) запёкшаяся кровь Aesch.