πάρ-εσις, εως ἡ
1) отпускание, отпуск (ἡ Διονυσίου ~ ἐκ Συρακουσῶν Plut.);
2) расслабление (εἰς πάρεσιν αί μέθαι τελευτῶσιν Plut.);
3) отпущение, прощение (τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων NT).
πηρός 3
1) слепой Hom.;
2) увечный (~ γυίοις Anth.);
3) перен. бессильный, немощный (οἱ λογισμοί Luc.).