παρ-αινέω (fut. παραινέσω и παραινέσομαι; impf. παρῄνουν; pass.: aor. παρῃνέθην, pf. παρῄνημαι) убеждать, увещевать, советовать (τινι Thuc.; τινί τι Pind.; τινι ποιεῖν τι Her., Plat. и τινα ποιεῖν τι NT; περί τινος Thuc., Plat.): ~ ὁποίους τινὰς χρὴ εἶναι Xen. указывать, как кто должен себя вести.