παν-δημεί и πανδημί, дор. πανδᾱμεί и πανδαμί adv. всенародно, всем населением, поголовно (τὸν βάρβαρον δέκεσθαι Her.; στείχειν Aesch.; ἐξέρχεσθαι Lys.; στρατεύεσθαι Thuc.).