ὅρμημα, ατος τό
1) побуждение, стимул (~ τῷ λογισμῷ προστιθέναι Plut.);
2) стремительность, сила (οὕτως ὁρμήματι βληθήσεται Βαβυλών NT);
3) стремление, порыв, томление (τίσασθαι Ἑλένης ὁρμήματά τε στοναχαί τε Hom.).