ὁμίχλη, эп. ион. ὀμίχλη ἡ туман, мгла (~ τε καὶ σκότος, ~ ἢ καπνός Plat.): κονίης ~ Hom. облако пыли; κατὰ νυκτὸς ὁμίχλην Anth. в ночной тьме.