I οἰκέτης, ου ὁ
1) член семьи, домочадец (οἰκέται τε καὶ δοῦλοι Plat.);
2) слуга, раб (ὁ βοῦς ἀντ᾽ οἰκέτου τοῖς πένησίν ἐστιν Arst.; οἱ οἰκέται ὑποτασσόμενοι τοῖς δεσπόταις NT).
II οἰκέτης, ου adj. m рабский, подневольный (βίος Eur.).