I νεκρός 3
1) мёртвый, умерший, павший, убитый (Λάϊος Soph.; ἵππος Pind.; σώματα Plut.; перен. ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστι NT);
2) полный мертвецов (ὁ ~ Αἵδης ἐξεμεῖ τεθνηκότας Anth.).
II νεκρός ὁ
1) мертвое тело, труп (~ ἀνθρώπου, ~ πρόσφατος Her.);
2) мертвец, покойник (ἔθνεα νεκρῶν Hom.);
3) убитый, павший: πολλοὺς νεκροὺς ποιεῖν Polyb. перебить многих.