μολύνω (ῡ) [μέλας] (pf. pass. μεμόλυμμαι и μεμόλυσμαι)
1) марать, пачкать (ἑαυτὸν τῷ πηλῷ Arst.): ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι Plat. коснеть в невежестве;
2) осквернять (τινά Arph. и τι NT);
3) недоваривать или недожаривать (τὰ μολυνόμενα δι᾽ ἀσθένειαν θερμότητος Arst.).