Библейское слово "μεγαλοπρεπως" в греческих словарях

μεγαλοπρεπως [megaloprepos]
Лексема:
Кол-во: 1
Дворецкий И.Х. [e]

μεγαλοπρεπῶς — великолепно

великолепно

μεγᾰλο-πρεπῶς, ион. μεγᾰλοπρεπέως великолепно, пышно, богато (ξεινίζειν τινά Her.; δῶρα πέμψαι τινί Xen.; θύειν τῷ θεῷ Plut.).