μᾰθητής, οῦ ὁ
1) ученик (ἕνα τῶν μαθητῶν ἐμὲ γράφου Plat.);
2) последователь (Πρωταγόρου Plat.);
3) изучающий (μαθηταὶ ἰατρικῆς Plat.).