μᾰγείᾱ ἡ
1) магия, учение магов (~ ἡ Ζωροάστρου Plat.);
2) (тж. ἡ γοητικὴ ~ Arst.) колдовство, ворожба (ταῖς μαγείαις ἐξεστηκέναι τινά NT).