λεπίς, ίδος (ῐδ) ἡ
1) скорлупа (ᾠοῦ Arph.);
2) чешуя (ἐν ἰχθύϊ Arst.; перен. ἀπέπεσον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν λεπίδες NT);
3) чешуйчатая броня (~ σιδηρέη Her.);
4) чешуйка, пластинка, бляха (οἰκία χαλκαῖς λεπίσι κεκοσμημένη Plut.).