Λέων, οντος ὁ Леонт (местность близ Сиракуз) Thuc.
λέων, эп. λείων, οντος ὁ (эп. dat. pl. λείουσι)
1) лев (αἴθων, ὠμοφάγος, χαροπός, ὀρεσίτροφος Hom.; ὡς ~ ὠρυόμενος NT): οἴκοι μὲν λέοντες, ἐν μάχῃ δ᾽ ἀλώπεκες Arph. погов. дома они львы, в бою же — лисицы;
2) (= λεοντῆ) львиная шкура Luc.