λάρυγξ, υγγος ὁ
1) гортань (τοῦ αὐχένος τὸ πρόσθιον μέρος ~ ἐστίν Arst.);
2) (= φάρυγξ) глотка, горло (ἐκτέμνειν τὸν λάρυγγά τινος Arph.).