κώμη ἡ [κεῖμαι]
1) деревня, селение (οἰκία καὶ ~ καὶ πόλις Plat.);
2) посёлок, местечко (φρατρίαι καὶ δῆμοι καὶ κῶμαι Plat.);
3) городской район, участок, квартал (διαιρεῖν τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isocr.).