κρῠφαῖος 3 и Luc. 2 скрытый, тайный (πλοῦτος Pind.; πένθη Aesch.; δόλος Eur.; λόχος Plut.).
κρῠφαίως скрыто, тайно (δρασμὸν εὑρίσκειν τινά Aesch.).