Библейское слово "κρυβησομαι" в греческих словарях

κρυβησομαι [kryvisomai]
Лексема: κρύπτω
Кол-во: 4
Дворецкий И.Х. [e]

κρύπτω — закрывать

закрывать

κρύπτω

1) закрывать, покрывать, прикрывать (κεφαλὰς κορύθεσσι, τινὰ σάκεϊ Hom.); pass. прикрываться (ὑπ᾽ ἀσπίδι Hom.);

2) скрывать, укрывать, прятать (τὸ δέμας τινός Aesch.; δεξιὰν ὑφ᾽ εἵματος Eur.; τὴν ἀληθινὴν γένεσίν τινος Plut.; τὸ τάλαντον ἐν τῇ γῇ, τινὰ ἀπὸ προσώπου τινός, ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια NT): σύ μ᾽ ἐξ ὁδοῦ πόδα κρύψον κατ᾽ ἄλσος Soph. уведи меня с дороги и скрой в роще; λόχμην κενώσας, ἔνθ᾽ ἐκρύπτομεν δέμας Eur. покинув рощу, где мы скрывались; pass. скрываться, исчезать (οὐρανῷ Eur.): κρύπτεσθαι εἴς τι Eur. погружаться во что-л.; κεκρυμμένη νάπη Soph. укрытая долина;

3) хоронить, погребать (γῇ Her.; τάφῳ, χθονί, κατὰ χθονός Soph.; κατὰ γῆς Plut.);

4) скрывать, утаивать (οὐδὲν ἔπος τινί Hom.; μηδένα λόγων πρός τινα, οὐδέν τινα, med. τἀληθές Soph.; τὸ ῥῆμα κεκρυμμένον ἀπό τινος NT): τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ κεκρυμμένον εἶναι Hom. одно сказать, а другое утаить; φάρμακα κεκρυμμένα Eur. тайные снадобья.