κράσ-πεδον τό преимущественно pl.
1) край, кайма (λαίφους Eur.; στεμμάτων Arph.; ἱματίου NT; αἰγιαλοῦ Anth.);
2) склон (τῶν ὀρῶν Xen.);
3) фланг (στρατοπέδου Eur.).