κρᾱνίον τό [κάρη]
1) верхняя часть головы, черепная крышка (ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Hom.; κεφαλῆς τὸ τριχωτὸν μέρος ~ καλεῖται Arst.);
2) черепная коробка, череп (τὸ τῆς κεφαλῆς ὀστοῦν καλεῖται ~ Arst.; πίνειν ἐκ τῶν κρανίων κεχρυσωμένων Plat.);
3) (в Иерусалиме) лобное место, Голгофа (Γολγοθᾶ, ὅ ἐστι λεγόμενος κρανίου τόπος NT).