Κόρυς ὁ Корис (река в Аравии) Her.
κόρυς, ῠθος ἡ (acc. κόρῠθα и κόρυν, dat. pl. κορύθεσσι)
1) шлем (χαλκείη Hom.; ἱππόκομος Soph.; κόρυν ἀφελεῖν Luc.);
2) голова (ἁπαλόθριξ, sc. τοῦ μόσχου Eur.).