κοινο-λογέομαι
1) беседовать, совещаться, обсуждать (τινι Her.; τινι περί τινος Arst.; πρός τινα Thuc.; πρός τινα ὑπέρ τινος Polyb.);
2) сообщать (πρὸς τὸ οὖς ἀλλήλοις Luc.).