κοιλότης, ητος ἡ
1) пустое пространство, полость (sc. τοῦ στομάχου, τῆς γῆς Arst.; πέτρα ἔχουσα κοιλότητα Plut.);
2) вогнутость (ἡ ~ ἄνευ ὕλης αἰσθητῆς, sc. ἐστιν Arst.).