κλῑνίδιον (ῐδ) τό
1) кроватка, постелька Arph.; одр (больного) (ἄρας τὸ ~ σου, πορεύου NT);
2) носилки (ἐν κλινιδίῳ κομισθεὶς εἰς τὴν σύγκλητον Plut.).